φελίτσια

φελίτσια
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 60 περίπου είδη θαμνωδών και πολυετών ποωδών φυτών τα οποία είναι ιθαγενή τής τροπικής και νότιας Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. felicia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κάφκα, Φραντς — (FrantzKαfka, Πράγα 1883 – Κίρλινγκ, Βιέννη 1924). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Μέλος της γερμανόφωνης εβραϊκής μειονότητας της Πράγας, γιος εύπορου εμπόρου, o K. ένιωσε τη βαθιά απομόνωση που δημιουργούσαν αυτές οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”